Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ть περιφράζω

См. также в других словарях:

  • περιφράζω — περιφράζω, περιέφραξα βλ. πίν. 23 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • περιφράζω — (I) Α 1. διατυπώνω με περίφραση 2. σκέπτομαι, εξετάζω κάτι από κάθε πλευρά. [ΕΤΥΜΟΛ. περι * + φράζω «λέω, διηγούμαι»]. (II) Ν βλ. περιφράσσω …   Dictionary of Greek

  • περιφράζω — περίφραξα, περιφράχτηκα, περιφραγμένος, περικλείνω με φράχτη, φράζω γύρω γύρω: Περιφράξαμε όλο το κτήμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντιφράσσω — ἀντιφράσσω κ. ττω (Α) 1. φράζω, εμποδίζω, αποτελώ φραγμό 2. φράζω γύρω περιφράζω 3. (για ουράνια σώματα) εισέρχομαι στην πορεία άλλου, παρεμβάλλομαι ως εμπόδιο στις ακτίνες του ήλιου …   Dictionary of Greek

  • αποσταυρώ — ἀποσταυρῶ ( όω) (Α) περιφράζω, οχυρώνω με πασσάλους …   Dictionary of Greek

  • περίφραση — η / περίφρασις, άσεως, ΝΜΑ [περιφράζω] σχήμα λόγου που υπάγεται στον πλεονασμό και σύμφωνα με το οποίο μια έννοια αποδίδεται στον λόγο πιο παραστατικά και ανάγλυφα με περισσότερες από μια λέξεις, ὁπως λ.χ. ο Γέρος τού Μοριά = ο Κολοκοτρώνης,… …   Dictionary of Greek

  • περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… …   Dictionary of Greek

  • περιθριγκώ — όω, Α περιφράζω, προστατεύω τοποθετώντας φράχτη ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θριγκῶ «περιφράσσω με θριγκό»] …   Dictionary of Greek

  • περικλείω — ΝΜΑ, και περικλείνω Ν, και ιων. τ. περικληΐω, παλ. τ. περικλήω, Α [κλείω] 1. κλείνω κάτι γύρω γύρω, περιβάλλω, περιφράζω 2. περικυκλώνω νεοελλ. περιέχω, περιλαμβάνω, εμπεριέχω αρχ. 1. περιορίζω («εἰς τρία τὴν πραγματείαν περικλείειν», Στέφ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • περιπήγνυμι — ΜΑ, περιπηγνύω Α στερεώνω, καρφώνω ολόγυρα αρχ. 1. σχηματίζω φραγμό ολόγυρα, περιφράζω 2. ενεργώ ώστε να στερεωθεί ή να συναρμοστεί κάτι γύρω από κάτι άλλο («τὴν τέφραν προσπλάττουσι τῷ βωμῷ καὶ περιπηγνύουσι... παραχέοντες ὕδωρ», Πλούτ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • περιπεφρασμένως — Α επιρρ. (κατά τον Ησύχ.) με μεγάλη περίσκεψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιπεφρασμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού περιφράζω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»