-
1 περιφράζω
см. περιφράσσω -
2 περιφράζω
[пэрифразо] р. выражаться описательно, перифразировать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > περιφράζω
-
3 περιφράζω
[пэрифразо] ρ выражаться описательно, перифразировать. -
4 выгородить
-ожу, -одишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выгороженный, βρ: -жен, -а, -о, ρ.σ.μ.1. περικλείω, περιφράζω καλά•выгородить сад περιφράζω καλά τον δεντρόκηπο.
2. μτφ. (απλ.) απαλλάσσω της ευθύνης• βγάζω από δύσκολη κατάσταση• δικαιολογώ.(απλ.) αποφεύγω την ευθύνη, βγαίνω από δυσχερή θέση, γλυτώνω. -
5 огородить
-рожу, -родишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. огороженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ. περιφράζω, περιτοιχίζω•огородить поле περιφράζω το χωράφι.
περιφράζομαι, περιτοιχίζομαι. -
6 περι-πεφρασμένως
περι-πεφρασμένως, adv. part. perf. pass. von περιφράζω, sehr überlegt, überdacht, Hesych.
-
7 огораживание
η περίφραξηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > огораживание
-
8 оградить
1. (обнести оградой) περιτοιχίζω, περιφράζω, περικλείω 2. (защитить) προστατεύω, προφυλάσσω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оградить
-
9 обводить
обводитьнесов1. (вокруг чего-л.) κάνω γύρο, περιφέρω κάποιον2. (обносить) περιβάλλω / περιφράζω, περιτιοχίζω (забором и т. п.)·3. (по контуру, окаймлять) χαράζω (или σχεδιάζω) τό περίγραμμα, περιγράφω:\обводить чертеж ту́шыо περνώ τό σχέδιο μέ σινική μελάνι. -
10 обносить
обноситьнесов1. (окружать) περιφράζω, περιτριγυρίζω / περιτοιχίζω (стеной)· 2, (кушаньем) уст. κερνῶ, τρατάρω, σερβίρω13. (пропускать, обходя с угощением) уст. παραλείπω κάποιον στό τρατάρισμα. -
11 огораживать
огораживатьнесов περιφράζω, περιτοιχίζω. -
12 перифразировать
перифраз||и́роватьсов и несов περιφράζω. -
13 fence
I 1. [fens] noun(a line of wooden or metal posts joined by wood, wire etc to stop people, animals etc moving on to or off a piece of land: The garden was surrounded by a wooden fence.) φράχτης2. verb(to enclose (an area of land) with a fence eg to prevent people, animals etc from getting in: We fenced off the field.) περιφράζω- fencingII [fens] verb1) (to fight with (blunted) swords as a sport.) ξιφομαχώ2) (to avoid answering questions: He fenced with me for half an hour before I got the truth.) μασώ τα λόγια μου•- fencing -
14 обводить
[αμπβαντίτ*] ρ. κάνω γύρο, περιφέρω κάποιον, περιφράζω -
15 огораживать
[αγκαράζυβατ'/] ρ. περιφράζω, περιτοιχίζω -
16 обводить
[αμπβαντίτ'] ρ κάνω γύρο, περιφέρω κάποιον, περιφράζω -
17 огораживать
[αγκαράζυβατ'] ρ περιφράζω, περιτοιχίζω -
18 городить
-рожу, -родишь, к. -родишь ρ.δ.μ.1. φράζω, περιφράζω.2. (απλ.) λέγω ανοησίες, κουταμάρες.εκφρ.огород городить – επιχειρώ κάτι ανεπιτυχώς, ανώφελα. -
19 обвести
-еду, -едешь, παρλθ. χρ. обвл, -ели, -ело, μτχ. παρλθ. χρ. обведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обведенный, βρ: -ден, -дена, -дено, επιρ. μτχ. обведший κ. обведяρ.σ.μ.1. περιφέρω•обвести гостей вокруг дома περιφέρω τους φιλοξενούμενους γύρω από το σπίτι (τους δείχνω το σπίτι μου).
|| παρακάμπτω αποφεύγω (τον αντίπαλο).2. κινούμαι κυκλικά. || (για βλέμμα) περιφέρω.3. (για σχέδιο) περιγράφω, διαγράφω, κάνω κυκλοτερές διάγραμμα.4. περιβάλλω, περικλείω, περιφράζω.5. περιχρίω, περιδιαγράφω (με μελάνη κ.τ.τ.).6. (απλ.) απατώ, ξεγελώ. -
20 обнести
-есу, -есшь, παρλθ. χρ. обнс-несла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обнесенный, βρ: -сн, -сена, -сеноρ.σ.μ.1. περιφέρω.2. περιφράζω, περιτοιχίζω, περικλείνω.3. κερνώ, τρατάρω, σερβίρω, προσφέρω•обнести гостей вином κερνώ κρασί τους φιλοξενούμενους.
4. Παραλείπω να κεράσω•всех гостей он угостил, а меня обнс όλους τους φιλοξενούμενους τους κέρασε, εμένα με παρέλειψε.
5. κακολογώ, δυσφημώ, διαβάλλω.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
περιφράζω — περιφράζω, περιέφραξα βλ. πίν. 23 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
περιφράζω — (I) Α 1. διατυπώνω με περίφραση 2. σκέπτομαι, εξετάζω κάτι από κάθε πλευρά. [ΕΤΥΜΟΛ. περι * + φράζω «λέω, διηγούμαι»]. (II) Ν βλ. περιφράσσω … Dictionary of Greek
περιφράζω — περίφραξα, περιφράχτηκα, περιφραγμένος, περικλείνω με φράχτη, φράζω γύρω γύρω: Περιφράξαμε όλο το κτήμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντιφράσσω — ἀντιφράσσω κ. ττω (Α) 1. φράζω, εμποδίζω, αποτελώ φραγμό 2. φράζω γύρω περιφράζω 3. (για ουράνια σώματα) εισέρχομαι στην πορεία άλλου, παρεμβάλλομαι ως εμπόδιο στις ακτίνες του ήλιου … Dictionary of Greek
αποσταυρώ — ἀποσταυρῶ ( όω) (Α) περιφράζω, οχυρώνω με πασσάλους … Dictionary of Greek
περίφραση — η / περίφρασις, άσεως, ΝΜΑ [περιφράζω] σχήμα λόγου που υπάγεται στον πλεονασμό και σύμφωνα με το οποίο μια έννοια αποδίδεται στον λόγο πιο παραστατικά και ανάγλυφα με περισσότερες από μια λέξεις, ὁπως λ.χ. ο Γέρος τού Μοριά = ο Κολοκοτρώνης,… … Dictionary of Greek
περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… … Dictionary of Greek
περιθριγκώ — όω, Α περιφράζω, προστατεύω τοποθετώντας φράχτη ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θριγκῶ «περιφράσσω με θριγκό»] … Dictionary of Greek
περικλείω — ΝΜΑ, και περικλείνω Ν, και ιων. τ. περικληΐω, παλ. τ. περικλήω, Α [κλείω] 1. κλείνω κάτι γύρω γύρω, περιβάλλω, περιφράζω 2. περικυκλώνω νεοελλ. περιέχω, περιλαμβάνω, εμπεριέχω αρχ. 1. περιορίζω («εἰς τρία τὴν πραγματείαν περικλείειν», Στέφ.) 2.… … Dictionary of Greek
περιπήγνυμι — ΜΑ, περιπηγνύω Α στερεώνω, καρφώνω ολόγυρα αρχ. 1. σχηματίζω φραγμό ολόγυρα, περιφράζω 2. ενεργώ ώστε να στερεωθεί ή να συναρμοστεί κάτι γύρω από κάτι άλλο («τὴν τέφραν προσπλάττουσι τῷ βωμῷ καὶ περιπηγνύουσι... παραχέοντες ὕδωρ», Πλούτ.) 3.… … Dictionary of Greek
περιπεφρασμένως — Α επιρρ. (κατά τον Ησύχ.) με μεγάλη περίσκεψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιπεφρασμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού περιφράζω] … Dictionary of Greek